περιπαιχτικός, -ή

περιπαιχτικός, -ή
περιπαιχτικός, -ή και -ιά, -ό επίρρ. ο ειρωνικός, ο χλευαστικός, ο κοροϊδευτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιπαιχτικός — ή, ό, Ν βλ. περιπαικτικός …   Dictionary of Greek

  • περίπαιγμα — το, Ν [περιπαίζω] 1. το να περιπαίζει κανείς κάποιον ή κάτι 2. περιπαιχτικός λόγος ή ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • περιπαικτικός — και περιπαιχτικός ή, ό, Ν 1. (για λόγο ή πράξη) αυτός που γίνεται με σκοπό να περιπαίξει κάποιον 2. (για πρόσ.) εκείνος που συνηθίζει να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπαίζω. Η λ. περιπαικτικός μαρτυρείται από το 1897… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”